ζευγολατιστής

ζευγολατιστής
ο
ο ζευγολάτης, ο ζευγάς («μα' ταν κι ο ζευγολατιστής στον ύπνο μαθημένος», δημ. τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ζευγο-λατίζω < ζευγολάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”